- ευπερίτρεπτος
- εὐπερίτρεπτος, -ον (Α)1. αυτός που ανατρέπεται, που αναποδογυρίζεται εύκολα2. εύκαμπτος, ευλύγιστος3. συνεκδ. αυτός που ανασκευάζεται εύκολα, που μεταστρέφεται εύκολα εις βάρος εκείνου που μιλά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι-τρεπτος (< περι-τρέπω), πρβλ. α-περί-τρεπτος, δυσ-περί-τρεπτος].
Dictionary of Greek. 2013.