ευπερίτρεπτος

ευπερίτρεπτος
εὐπερίτρεπτος, -ον (Α)
1. αυτός που ανατρέπεται, που αναποδογυρίζεται εύκολα
2. εύκαμπτος, ευλύγιστος
3. συνεκδ. αυτός που ανασκευάζεται εύκολα, που μεταστρέφεται εύκολα εις βάρος εκείνου που μιλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι-τρεπτος (< περι-τρέπω), πρβλ. α-περί-τρεπτος, δυσ-περί-τρεπτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εὐπερίτρεπτος — easy to turn over masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπερίτρεπτον — εὐπερίτρεπτος easy to turn over masc/fem acc sg εὐπερίτρεπτος easy to turn over neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπεριτρέπτοις — εὐπερίτρεπτος easy to turn over masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπεριτρέπτους — εὐπερίτρεπτος easy to turn over masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπερίτρεπτα — εὐπερίτρεπτος easy to turn over neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”